Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ὅτι περισσὸς

  • 1 Eleventh

    adj.
    P. ἑνδέκατος.
    Or she shall learn even at the eleventh hour that 'tis labour lost to honour what is dead: ἢ γνώσεται γοῦν ἀλλὰ τηνικαῦθʼ ὅτι πόνος περισσός ἐστι τἀν ᾍδου σέβειν (Soph., Ant. 779).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Eleventh

  • 2 Hour

    subs.
    P. and V. ὥρα, ἡ.
    Fit time: P. and V. καιρός, ὁ, ὥρα, ἡ, ἀκμή, ἡ.
    At what hour? Ar. and P. πηνκα;
    What hour is it? Ar. and P. πηνκʼ ἐστί;
    At what hour: (indirect) P. and V. ὁπηνκα.
    At this or that hour: P. and V. τηνικαῦτα, P. τηνικάδε, V. τηνκα.
    Or she shall learn even at the eleventh hour that 'tis labour lost to honour the dead: V. ἢ γνώσεται γοῦν ἀλλὰ τηνικαῦθʼ ὅτι πόνος περισσός ἐστι τἀν ᾍδου σέβειν (Soph., Ant. 779).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hour

См. также в других словарях:

  • νεοσσός — ο (ΑΜ νεοσσός και νοσσός, Α αττ. τ. νεοττός) 1. (γενικά) μικρό πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῡ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ) 2. άνθρωπος ή ζώο που μόλις γεννήθηκε, νεογνό ζώου ή ανθρώπου νεοελλ. (ειδικά)… …   Dictionary of Greek

  • περισσόφρων — ὁ, ἡ, Α 1. περισσόνους*, πάρα πολύ σώφρων, πολύ συνετός, εξαιρετικά φρόνιμος («ἢ οὐκ οἶσθ , ἀκριβῶς ὢν περισσόφρων, ὅτι...», Αισχύλ.) 2. πάρα πολύ έξυπνος, πνευματώδης, ευφυής. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»